- επανεκδίδω
- επανεκδίδω, επανεξέδωσα βλ. πίν. 186
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
επανεκδίδω — 1. εκδίδω εκ νέου ένα έντυπο, δημοσιεύω σε νέα έκδοση 2. επαναλαμβάνω την έκδοση εντύπου, εφημερίδας κ.λπ., η οποία είχε διακοπεί … Dictionary of Greek
αναδημοσιεύω — δημοσιεύω εκ νέου, ξαναδημοσιεύω, επανεκδίδω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + δημοσιεύω. ΠΑΡ. αναδημοσίευση. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
ανατυπώνω — (Α ἀνατυπῶ, όω) νεοελλ. ξανατυπώνω, επανεκδίδω, αναδημοσιεύω αρχ. 1. σφραγίζω πάλι 2. σχεδιάζω κάτι στη φαντασία μου … Dictionary of Greek
επανέκδοση — η [επανεκδίδω] 1. νέα έκδοση, ανατύπωση, αναδημοσίευση 2. επανάληψη εκδόσεως ενός εντύπου η οποία είχε διακοπεί … Dictionary of Greek
επανα- — ἐπανα και ἐπαν (AM) μσν. νεοελλ. Α συνθετικό λέξεων που σημαίνουν: α) επανάληψη τής έννοιας τού Β συνθετικού («επαναλαμβάνω, επαναλέγω» κ.λπ.) β) για δεύτερη φορά, ξανά, πίσω («επανέρχομαι, επανακάμπτω» κ.λπ.) γ) επάνω («επανασύρω», σύρω επάνω… … Dictionary of Greek
ξαναβγάζω — 1. βγάζω πάλι 2. (σχετικά με έντυπο) επανεκδίδω, επανακυκλοφορώ … Dictionary of Greek
ξανατυπώνω — ανατυπώνω, επανεκδίδω … Dictionary of Greek
μετατυπώνω — μετατύπωσα, μετατυπώθηκα, μετατυπωμένος, τυπώνω πάλι κάτι που είναι τυπωμένο, ανατυπώνω, επανεκδίδω: Μετατύπωσε ορισμένα από τα σημαντικότερα αρχαία κείμενα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)